- ἐμπειροπράγμων
- ἐμπειροπράγμωνversed in affairsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμπειροπράγμων — ἐμπειροπράγμων, ο (Μ) αυτός που έχει πείρα τών πραγμάτων … Dictionary of Greek